- μεθετικός
- μεθετικόςletting gomasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθετικός — μεθετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που παραμελεί, που εγκαταλείπει κάτι 2. αυτός που έχει κλίση στη μέθεσιν*, στην ύφεση, στη χαλάρωση 3. αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. επίρρ... μεθετικώς (Α) με μεθετικό ή υποχωρητικό τρόπο, αμελώς, με… … Dictionary of Greek